μοχλίσκος

μοχλίσκος
μοχλίσκος, ὁ (Α) [μοχλός]
υποκορ. τού μοχλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοχλίσκοι — μοχλίσκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλίσκον — μοχλίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλίσκῳ — μοχλίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”